επίχριση

επίχριση
η
η επικάλυψη επιφάνειας με ρευστή ουσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίχριση — η (AM ἐπίχρισις) [επιχρίω] επάλειψη, επικάλυψη επιφάνειας με ρευστή ή μαλακή ουσία …   Dictionary of Greek

  • ἐπιχρίσῃ — ἐπιχρίσηι , ἐπίχρισις smearing over fem dat sg (epic) ἐπιχρί̱σῃ , ἐπιχρίω anoint aor subj mid 2nd sg ἐπιχρί̱σῃ , ἐπιχρίω anoint aor subj act 3rd sg ἐπιχρί̱σῃ , ἐπιχρίω anoint fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάλειψη — η (AM ἐπάλειψις) [επαλείφω] η ενέργεια τού επαλείφω, η επίχριση νεοελλ. ιατρ. η επίχριση πάνω στο δέρμα ή σε βλεννογόνο φαρμακευτικής ουσίας σε ρευστή μορφή, για να απορροφηθεί από τους πόρους τού δέρματος …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… …   Dictionary of Greek

  • άλινσις — ἄλινσις ( εως), η (Α) [ἀλίνω] επάλειψη, επίχριση με κονίαμα …   Dictionary of Greek

  • αμμοκονίαση — η [*αμμοκονιώ ( άω)] επίχριση με αμμοκονίαμα, σοβάντισμα …   Dictionary of Greek

  • αϊράνι(ν) — το 1. όξινο υδατώδες υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου, ο ορός 2. ξινόγαλα αραιωμένο με νερό, γιαούρτι 3. ασβέστης αραιωμένος με νερό, γαλάκτωμα ασβέστη κατάλληλο για επίχριση 4. (μτφ. κυρίως για υφάσματα) καθετί λεπτό, ελαφρό …   Dictionary of Greek

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

  • δείνος — δεῑνος, ο (Α) 1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ. 2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας 3. είδος χορού 4. το αλώνι 5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή τού δίνος*, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”